αειχρονιος

αειχρονιος
    ἀειχρόνιος
    ἀει-χρόνιος
    2
    вечный, непреходящий
    

(κάλλος Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αειχρονιος" в других словарях:

  • αειχρόνιος — ἀειχρόνιος, ον (Μ) αιώνιος, διαρκής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + χρόνος] …   Dictionary of Greek

  • ἀειχρόνιον — ἀειχρόνιος everlasting masc/fem acc sg ἀειχρόνιος everlasting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»